- ὑποδεκτήριον
- ὑποδεκ-τήριον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδεκτήριον — τὸ, Α δεξαμενή για πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδέχομαι + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] … Dictionary of Greek